- παπουτσώνω
- παπούτσωσα, παπουτσώθηκα, παπουτσωμένος, εφοδιάζω με παπούτσια, ποδένω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παπουτσώνω — [παπούτσι] 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα, βάζω ή αγοράζω σε κάποιον παπούτσια, ποδένω 2. μέσ. παπουτσώνομαι α) αποκτώ παπούτσια β) φορώ τα παπούτσια μου («παπουτσωμένος γάτος») … Dictionary of Greek
ξεπαπουτσώνω — βγάζω τα παπούτσια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + παπουτσώνω] … Dictionary of Greek
παπούτσωμα — το [παπουτσώνω] 1. εφοδιασμός με υποδήματα 2. το φόρεμα τών παπουτσιών, πόδεμα … Dictionary of Greek